- φωλεόν
- τὸ, Α(ιων. λ.)1. (κατά τον Ησύχ.) «οὗ χορεύουσι καὶ διδάσκουσι, διδασκαλεῖον»2. στον πληθ. τὰ φωλεάβλ. φωλεός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωλεόν — φωλεός den masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)